- παπῡρώδης
- παπῡρ-ώδης, ες, dem Papyrus ähnlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παπυρώδης — like papyrus masc/fem acc pl (attic epic doric) παπυρώδης like papyrus masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παπυρώδης like papyrus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπυρώδης — ῶδες, ΝΑ [πάπυρος] αυτός που μοιάζει με πάπυρο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια τού λαβυρίνθου τού ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα τής κόγχης τού οφθαλμού … Dictionary of Greek
παπυρῶδες — παπυρώδης like papyrus masc/fem voc sg παπυρώδης like papyrus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ՊՐՏՈՒԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 2 0667 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա. ՊՐՏՈՒԵԱՅ, տուէի, էք, էից կամ տուեայք, եայց. եւ ՊՐՏՈՒԵՂԷՆ. πάπυρος, παπυρώδης papyraceus. Գրի եւ ՊՐՏՈՒԵԱՆ. Որ ինչ է ʼի պրտուոյ հիւսեալ կամ շինեալ. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)